ῥακτήρια

ῥακτήρια
ῥακτήριος
fit for striking with
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”